- ἐξεμυκτήριζον
- высмеивалинасмехались
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ἐξεμυκτήριζον — ἐκμυκτηρίζω hold in derision imperf ind act 3rd pl ἐκμυκτηρίζω hold in derision imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)